σχολιογράφος

σχολιογράφος
σχολιογράφος
writer of scholia
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχολιογράφος — ὁ, ΝΜΑ αυτός που γράφει σχόλια, σχολιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλιο + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • σχολιογράφοι — σχολιογράφος writer of scholia masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολιογράφοις — σχολιογράφος writer of scholia masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολιογράφον — σχολιογράφος writer of scholia masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολιογράφους — σχολιογράφος writer of scholia masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολιογράφων — σχολιογράφος writer of scholia masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολιογραφώ — έω, ΜΑ [σχολιογράφος] γράφω σχόλια, είμαι σχολιογράφος …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”